- гнёт
- -а α.1. βάρος, άχθος, πέζο. || στενοχώρια, θλίψη, βάσανο, βασάνισμα.2. καταπίεση•
царство -а и насилия βασίλειο καταπίεσης και βίας•
национальный гнёт εθνική καταπίεση.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.